αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον O. 2.92
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ενόρκιος — ἐνόρκιος, ον (Α) [ένορκος] 1. ένορκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόρκιον όρκος … Dictionary of Greek
ἐνόρκιον — ἐνόρκιος oath masc/fem acc sg ἐνόρκιος oath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)